Η Έλεν Γκρέις είναι μια γυναίκα με βαρύ φόρτο εργασίας. Ως επιθεωρήτρια στην Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση του Σαουθάμπτον και επικεφαλής του Τμήματος Διερεύνησης Σοβαρών Εγκλημάτων έρχεται αντιμέτωπη με φόνους, βιασμούς, εμπορία ανθρώπων κι άλλα πολλά. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά – οι υποθέσεις που φτάνουν στο γραφείο της είναι τις περισσότερες φορές μακάβριες, γεμάτες εκπλήξεις και διαολεμένα περίπλοκες.
Η Έλεν είναι μαγνήτης για τους καθ’ έξη δολοφόνους. Κάποιες φορές λόγω προσωπικής σχέσης μαζί τους, άλλες λόγω γκαντεμιάς απλώς. Ωστόσο η Έλεν εξελίσσεται τάχιστα σε αυθεντία στον εντοπισμό και στη σύλληψη των αδίστακτων αυτών και πανούργων εγκληματιών. Αυτό βέβαια έχει πολλές φορές και τεράστιο προσωπικό κόστος – συναισθηματικό, ψυχολογικό, αλλά ιδίως σωματικό. Δεν είναι λίγες οι φορές που η Έλεν έχει τραυματιστεί σοβαρά στην προσπάθειά της να αποδώσει δικαιοσύνη. Ασφαλώς είναι ο κίνδυνος του επαγγέλματος, ωστόσο αυτό φανερώνει κάτι και για τον χαρακτήρα της ίδιας της Έλεν. Είναι ατρόμητη, απόλυτα αφοσιωμένη στο καθήκον και δεν καταθέτει ποτέ τα όπλα. Όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερη και η λύσσα με την οποία μάχεται.
Σύμμαχό της στην προσπάθεια αυτή έχει στην Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση του Σαουθάμπτον μια σπουδαία ομάδα –με πρώτο και σημαντικότερο μέλος της την πιστή φίλη και συμπολεμίστριά της, την αστυφύλακα? (η Τσάρλι έχει προαχθεί σε αρχιφύλακα στο μεταξύ, οπότε διαλέξτε τι από τα δύο θέλετε να μείνει) Τσάρλι Μπρουκς– και πρώτη η ίδια η Έλεν παραδέχεται ότι δεν θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα χωρίς αυτούς. Κι όμως η Έλεν έχει κάτι το ξεχωριστό. Δύναμη, αποφασιστικότητα, ένα μυαλό ξυράφι και στον πυρετό της μάχης δεν σκέφτεται στιγμή τη δική της ασφάλεια – γεγονός που την καθιστά επικίνδυνη αντίπαλο. Η δύναμή της αυτή όμως μαρτυρά και τη μεγαλύτερη αδυναμία της. Είναι ατρόμητη επειδή δεν έχει κανέναν στο σπίτι να την περιμένει όταν γυρίζει από τη δουλειά. Είναι μια γυναίκα χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς, χωρίς οικογένεια να ανησυχεί γι’ αυτή. Και τον περισσότερο καιρό δεν έχει πρόβλημα μ’ αυτό, αφού λόγω της πικρής ιστορίας της οικογένειάς της φοβάται να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με κάποιον, αλλά ώρες ώρες την πνίγει η μοναξιά και τότε καταφεύγει σε μια θεραπεία εκτός των καθιερωμένων.
Η Έλεν είναι μαζοχίστρια. Άρχισε στην εφηβεία της, τα δύσκολα εκείνα χρόνια που πέρασε υπό την προστασία του συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας, κι έκτοτε χρησιμοποιεί τον πόνο ως έναν τρόπο για να διαχειρίζεται τα συναισθήματά της. Ξέρει ότι έτσι κάνει κακό στον εαυτό της, στη δουλειά της και δεν θα συμβούλευε ποτέ κάποιον άλλον να ακολουθήσει τα δικά της χνάρια, μα για εκείνη είναι ο μηχανισμός επιβίωσής της. Γιατί πολύ απλά δεν ξέρει άλλον. Κι έτσι πληρώνει άτομα για να τη χτυπούν και να τη λυτρώνουν από τις μαύρες σκέψεις που τη στοιχειώνουν. Κι όσο έχει ακόμα κάποιον ρόλο να παίξει, μια δουλειά να κάνει, θα κάνει οτιδήποτε χρειάζεται προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει. Μπορεί να φαίνεται παράξενο σε πολλούς, μα θα είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια αν δεν έβρισκε κάποιον τρόπο να επιβιώνει.
Είχε εραστές στο παρελθόν –και σίγουρα θα έχει ξανά και στο μέλλον–, αλλά για την Έλεν είναι σαν περαστικά καράβια που ανταμώνουν για λίγο οι δρόμοι τους κι ύστερα χάνονται στο πέλαγος. Της κάνουν πάρα πολλές ερωτήσεις και πολλοί από αυτούς δείχνουν αποφασισμένοι να περάσουν χαλινάρια σε μια γυναίκα που όλη της τη ζωή ήταν περήφανα και προκλητικά ανεξάρτητη. Δεν της έλειψαν ποτέ οι θαυμαστές –η επιθεωρήτρια με τα δερμάτινα της μηχανόβιας αποτελεί ένα ελκυστικό πακέτο στα σαράντα της και κάτι–, αλλά πιθανότατα δεν θ’ αντέξει κανένας τους μέχρι τέλους. Γιατί η Έλεν αναζητά κάτι που κανένας από αυτούς δεν μπορεί να της προσφέρει – συγχώρεση. Είναι ένας Σίσυφος του εικοστού πρώτου αιώνα που φοβάται –ξέρει– ότι ο βράχος θα κατρακυλά πάντα στα ριζά του βουνού ξανά.